Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Πού οφείλεται η γλωσσική ένδεια – λεξιπενία- στην εποχή μας;

Στην εποχή μας διαπιστώνεται από πολλούς αρμόδιους σε γλωσσικά θέματα μια ανησυχητική γλωσσική ένδεια (λεξιπενία), η οποία είναι ιδιαίτερα έντονη στους νέους. Η διαπίστωση αυτή προκύπτει όχι τόσο ως αποτέλεσμα σύγκρισης της γλωσσικής εκφραστικής ικανότητας του σύγχρονου Έλληνα με την ικανότητα προηγούμενων γενιών, αλλά με κριτήριο την αφομοίωση και χρήση του λεκτικού πλούτου που προσφέρει η γλώσσα μας και, επομένως, την ευχέρεια που διαθέτουμε να εκφράζουμε τις σκέψεις μας, τα συναισθήματά μας, τις γνώσεις μας, την άνεση γενικά που έχουμε να επικοινωνούμε και να πείθουμε.
Αν δε λάβουμε υπόψη μας τα εκπληκτικά έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας της εποχής μας, με τα οποία καθίσταται ευχερής και άμεση η διάδοση του προφορικού και γραπτού λόγου και, συνακόλουθα, τη γλωσσική καλλιέργεια του σύγχρονου ανθρώπου, αυτή η “αφασία” φαίνεται αδικαιολόγητη και ανεξήγητη.
Κι όμως, όσο παράλογο κι αν φαίνεται, το πρόβλημα είναι υπαρκτό και προσθέτει μια ακόμα αντινομία, ανάμεσα στις τόσες άλλες στον πολιτισμό μας. Αλλά, όπως κάθε αντίφαση, έτσι και το συγκεκριμένο πρόβλημα έχει τη λογική εξήγησή του.
Η ρίζα του κακού βρίσκεται, κατά κύριο λόγο, στην ανεπάρκεια της προσφερόμενης γλωσσικής παιδείας. Εννοούμε, ασφαλώς, τη γλωσσική παιδεία που παρέχεται στα εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των βαθμίδων. Μολονότι η γλωσσική καλλιέργεια αποτελεί, θεωρητικά τουλάχιστο, πρωταρχικό μέλημα, ωστόσο, λόγω των εγγενών αδυναμιών που έχει το εκπαιδευτικό μας σύστημα, τα αποτελέσματα δεν είναι αναμενόμενα. Εξειδικεύοντας τις αδυναμίες αυτές θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ως κυριότερες την έλλειψη κατάλληλων μέσων και διδακτικών μεθόδων, την αδυναμία του ανεπαρκώς μορφωμένου και επιμορφωμένου διδακτικού προσωπικού να ανταποκρίνεται πάντα με επιτυχία στις απαιτήσεις ενός τόσο σύνθετου έργου, τη μη συστηματική και σε βάθος διδασκαλία της γλωσσικής μας παράδοσης. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα την ελλιπή εκμάθηση του λεκτικού πλούτου και των δυνατοτήτων της γλώσσας μας, καθώς και την κακοποίησή της με βαρβαρισμούς και σολοικισμούς (γραμματικά και συντακτικά λάθη). Έτσι, το πρόβλημα αποκτά μεγαλύτερες διαστάσεις και διαιωνίζεται.
Καταλυτικός, για την επιδείνωση του προβλήματος αυτού, είναι και ο ρόλος των σύγχρονων μέσων μαζικής επικοινωνίας, ιδίως των ηλεκτρονικών. Τα μέσα αυτά, ενώ θα μπορούσαν μέσω των απεριόριστων μορφωτικών δυνατοτήτων που διαθέτουν, να έχουν μια ιδιαίτερα πολύτιμη συμβολή στην ανάπτυξη της γλωσσικής ικανότητας των θεατών και των ακροατών, πετυχαίνουν, συνήθως, το αντίθετο: την αποδυνάμωση της γλωσσικής τους ικανότητας. Τα αίτια θα πρέπει να τα αναζητήσουμε στον τρόπο λειτουργίας τους. Παρατηρούμε δηλαδή και ακούμε συχνά τους εκφωνητές και τα διαλεγόμενα πρόσωπα να υποπίπτουν σε αδικαιολόγητα λάθη, που δεν οφείλονται στην “προχειρότητα” του προφορικού λόγου- ως προς το σημείο αυτό πλεονεκτεί ο τύπος-, αλλά που προέρχονται από την άγνοια των κανόνων της γλώσσας. Επιπλέον, τα τηλεοπτικά προγράμματα βρίθουν ξενόγλωσσων έργων, στερώντας έτσι από το θεατή την ευκαιρία να εμπλουτίσει το λόγο του με ακούσματα της μητρικής του γλώσσας. Και το πρόβλημα γίνεται εντονότατο με τις διαφημίσεις. Οι διαφημιστές, για να εντυπωσιάσουν καταφεύγουν συχνά σε νεολογισμούς, ευφυολογήματα και γενικότερα σε αλλοίωση της γλώσσας σε σημασιολογικό, φωνολογικό και συντακτικό επίπεδο. Είναι δε τέτοια η καταλυτική επίδραση, κυρίως στους νέους, ώστε να συνεννοούνται συχνά χρησιμοποιώντας ένα νέο κώδικα επικοινωνίας με στερεότυπες εκφράσεις διαφημιστικών μηνυμάτων.
Το γενικότερο κλίμα της απομόνωσης και του ατομισμού που επικρατεί στην εποχή μας δεν ευνοεί την επικοινωνία των ανθρώπων, την ανταλλαγή απόψεων και το μεταξύ τους διάλογο. Είναι πολύ λίγες, δυστυχώς, οι περιπτώσεις που ο σύγχρονος άνθρωπος έχει την ευκαιρία να συνομιλήσει με έναν ευρύτερο κύκλο ανθρώπων. Να εκφράσει τα συναισθήματά του, να ακούσει τον αντίλογο των συνομιλητών του, να πείσει ή να πεισθεί. Με αυτήν τη συνομιλία δεν ικανοποιείται απλά η ανάγκη μιας γλωσσικής άσκησης, αλλά αυτός τούτος ο λόγος ύπαρξης της γλώσσας: η επικοινωνία. Και όσο η δυνατότητα ουσιαστικής επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους ελαττώνεται, τόσο περισσότερο, αναπόφευκτα, συρρικνώνεται και το αμεσότερο και πληρέστερο μέσο επικοινωνίας που διαθέτουν, η γλώσσα. Αξίζει εδώ να τονίσουμε πως αυτή η έλλειψη επικοινωνίας έχει εισχωρήσει ακόμη και ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας όπου ο άνθρωπος, ο νέος άνθρωπος, αρθρώνει το λόγο του. Όταν, λοιπόν, το οικογενειακό περιβάλλον δεν προσφέρει τα απαραίτητα γλωσσικά ερεθίσματα, τότε θα πρέπει να θεωρούμε κάτι παραπάνω από βέβαιη τη γλωσσική υστέρηση και φτώχεια.
Το πρόβλημα της γλωσσικής ένδειας, ασφαλώς, δεν είναι άσχετο και με το γεγονός ότι οι σύγχρονοι Έλληνες και ιδιαίτερα οι νέοι δεν έχουν, κατά κανόνα, καλές σχέσεις με το βιβλίο. Δε διαβάζουν. Το καλό βιβλίο, είτε είναι λογοτεχνικό, είτε ιστορικό, είτε φιλοσοφικό, προσφέρει μια μοναδική γλωσσική εμπειρία στον αναγνώστη. Τον φέρνει σε επαφή με τον έντεχνο λόγο, πεζό και έμμετρο, που μετουσιώνει τη γλώσσα από απλό μέσο επικοινωνίας σε καλλιτεχνική δημιουργία και τον καλλιεργεί. Αλλά αυτή η προσφορά του βιβλίου παραμένει αναξιοποίητη, εφόσον αγνοούμε την αξία του ή εφόσον προτιμούμε να περνούμε τις ελεύθερες ώρες μας με άλλους τρόπους όχι πάντα πιο ευχάριστους ή πιο ωφέλιμους από την ανάγνωση ενός καλού βιβλίου.
Τελειώνοντας, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ως σοβαρή αιτία της γλωσσικής μας ανεπάρκειας τη δυσανάλογα μεγάλη εισβολή ξένων λέξεων και εκφράσεων, αλλά και την ευκολία με την οποία τις υιοθετούμε, στην καθημερινή μας ομιλία. Παρά το γεγονός ότι η ελληνική γλώσσα έχει μακραίωνη παράδοση και σπάνιες για άλλες γλώσσες εκφραστικές δυνατότητες, ωστόσο, παρασυρμένοι από τον αφόρητο μιμητισμό μας, από ένα αίσθημα μειονεξίας που νιώθουμε απέναντι στα ξένα πολιτιστικά στοιχεία και εξαρτημένοι τεχνολογικά και οικονομικά από τις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης, προτιμούμε πολύ συχνά την ισοπέδωση των επιγραμματικών ξένων εκφράσεων και των όρων από το γεμάτο νοηματικές αποχρώσεις πλούτο της γλώσσας μας. Εξαιτίας, λοιπόν, αυτών των δανείων γλωσσικών στοιχείων αλλοιώνεται και συρρικνώνεται η γλώσσα μας. Και η αλλοίωση αυτή συντελεί ταυτόχρονα στην απώλεια ενός μεγάλου μέρους της εκφραστικής δύναμης που προσφέρει η ελληνική γλώσσα, η γλώσσα μας.                


1 σχόλιο: