Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

1.    Με αφορμή το στίχο: «Κύριοι, οι καιροί ου μενετοί!», από το ποίημα του Μπέρτολντ Μπρεχτ: «Αυτή η ανεργία».

Κύριοι, οι καιροί ου μενετοί!
Για τούτο, χρέος έχουμε να μη μένουμε αργοί,
της ανεργίας το τέρας να κυνηγάμε εσαεί.
……………………………………………………………………………………..

2.    Με αφορμή το ποίημα του Μπρεχτ: «Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει» και προσαρμογή δική μου στον τίτλο, στο σημείο «ενός εργάτη», ποίημα αφιερωμένο στα ανώνυμα υποκείμενα-δράστες της ιστορίας.

Ερωτήσεις ναυτικού που διαβάζει

Από τ’ Αλγέρι ταξιδεύοντας για Οντέσσα
                        μ’ αγέρι τον πουνέντε    
Σαρακηνών κουρσάρων κούρσα
                        ανακαλώ
μες σε γκαζάδικου το πρώτο αμπάρι
                        πλέοντας…
Κι από του Ταίναρου το άκρο απορώ πώς
            της Μονεμβασιάς το κάστρο
τόσες και τόσες επιθέσεις άντεξε στου Βυζαντίου
                        τον καιρό.
Ευλογημένη καστροπολιτεία! Θαρρείς απ’ το Θεό
            φυτεύτηκες στον άγονο το βράχο
                        ή μήπως
σιδερένια μπράτσα απογόνων του Ηρακλή
τις πέτρες τις βαριές και τα ψηλά αγκωνάρια
            συνταίριασαν με τόση τέχνη;
Κι εκεί πιο πέρα, πάνω, στης Πύλου
            το φιλόξενο λιμάνι στ’ ανοιχτά
η ξακουστή η ναυμαχία σ’ ενός φθινοπώρου την ακμή
                                    να ‘ταν
ο Κόδριγκτον, ο Δεριγνύς κι ο Ρώσος Χέυδεν
            που καυχησιά Αγαρηνών ταπείνωσαν
                                    ή μήπως
ναύτες γενναίοι, δίχως όνομα τρανό, περγαμηνές και φήμη
με νίκη ένδοξη ευλόγησαν τα φλάμπουρα της ξακουστής αρμάδας,
το έπος τους αδελφώνοντας μ’ εκείνο του ραγιά
που καρτερούσε λευτεριά κι έβλεπε πια σιμά να φτάνει; 
            Κι ύστερα, του Αιγέα το πέλαγο ανηφορίζοντας
                                                με πούσι ανέλπιστο
ανοιχτά  στ’ όμορφο το μαστιχονήσι η θύμηση πετάρισε,
                                                απ’ τα γραμμένα ξεκινώντας,
στου Κωσταντή Κανάρη το Θεριστή τον ένδοξο
που με φωτιά ξεπλήρωσε του Καραλή το άγος
                                    ή μήπως
τ’ άσημο ναυτομπούλουκο των λαμνοκόπων, πλήρωμα γενναίων, άξια οδηγώντας του δοξασμένου μπουρλοτιέρικου τη ρότα
                                    στεφάνωσαν
του καπετάνιου τη θέληση τη σιδερένια με το αμάραντο στεφάνι που ‘χει η Δόξα, μένοντας άγνωστοι και αφανείς στων κύκλων την πλοκή;
Μπαίνοντας πια μες στης Οντέσσας το λιμάνι, των Φιλικών πατρίδα,
                        να ‘ταν οι τρεις ή οι ανώνυμοι πολλοί
που ‘δωσαν της ελπίδας μήνυμα σωτήριο στη δόλια την υπόδουλη πατρίδα;
Πώς έτσι παράξενα ρωτώντας στου ταξιδιού το στίχο το μονότονο
                                    βρίσκεις
ανάπαψη και ξεχασιά στης ιστορίας τη μια και μόνη,
                                    τη σταλαγματιά;



Μάριος
(και για την αντιγραφή)
Πάνος Μυλωνάς




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου